- προσειρηνεύσει
- πρόσ-εἰρηνεύωbring to peaceaor subj act 3rd sg (epic)πρόσ-εἰρηνεύωbring to peacefut ind mid 2nd sgπρόσ-εἰρηνεύωbring to peacefut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσειρηνεύω — Α [εἰρηνεύω] βρίσκομαι σε ειρήνη με κάποιον ή με κάτι, έχω ειρηνικές σχέσεις («προσειρηνεύσει τῇ κακίᾳ», Ωριγ.) … Dictionary of Greek